στῆσαι

στῆσαι
ἵστημι
make to stand
aor imperat mid 2nd sg
ἵστημι
make to stand
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στήσαι — στήσαῑ , ἵστημι make to stand aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • στῆσ' — στῆσι , ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg (epic) στῆσι , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (epic) στῆσαι , ἵστημι make to stand aor imperat mid 2nd sg στῆσαι , ἵστημι make to stand aor inf act στῆσα , ἵστημι make to stand aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • оставлениѥ — ОСТАВЛЕНИ|Ѥ (130), ˫А с. 1.Отказ от чегол.: створивъ ѡ ѡставлении прѣстола слово. КР 1284, 1г; хранити себе ѿ вс˫акого преступлени˫а. и оставлени˫а заповѣдии г(с)нь. (ἐκτροπῆς) ПНЧ к. XIV, 163в; не разѹмѣюще. ˫ако оставленье. мѧсъ повѣдаютьсѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • LUSTRUM — Romanis proprie quinque Annos solidos significat, sine respectu praecedentis Lustri. Ovid. Fast. l. 3. v. 165. Hic anni modus est; in Lustrum accedere debet Quae consumatur partibus, unae dies. Vide quoque infra Olympias. A lustrando: quod semel… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”